νεφελοσκεπής

νεφελοσκεπής
-ές
σκεπασμένος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -σκεπής (< σκέπω), πρβλ. θεο-σκεπής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεφέλη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύζυγος του Αθάμαντα, που ήταν βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τον γάμο αυτό είχε αποκτήσει τον Φρίξο και την Έλλη. 2. Σύζυγος του Ιξίωνα, ο οποίος είχε ερωτευτεί την Ήρα, και που εξαιτίας του ο… …   Dictionary of Greek

  • νεφελοσκέπαστος — η, ο νεφελοσκεπής, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + σκεπάζω] …   Dictionary of Greek

  • νεφοσκεπής — ές (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλυμμένος με σύννεφα, νεφελοσκεπής, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. ουρανο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Στ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • νεφοσκεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο σκεπασμένος με νέφη, ο νεφελοσκεπής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”